χερσόνησος


χερσόνησος

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
gadishull

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χερσόνησος οι χερσόνησοι
γενική της χερσονήσου των χερσονήσων
αιτιατική τη χερσόνησο τις χερσονήσους
κλητική χερσόνησε χερσόνησοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *